ἐμφανιστικά

ἐμφανιστικά
ἐμφανιστικός
declaratory
neut nom/voc/acc pl
ἐμφανιστικά̱ , ἐμφανιστικός
declaratory
fem nom/voc/acc dual
ἐμφανιστικά̱ , ἐμφανιστικός
declaratory
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εμφανιστικός — ή, ό (AM ἐμφανιστικός, ή, όν) αρχ. 1. δηλωτικός, βεβαιωτικός 2. εκφραστικός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμφανιστικόν α) η ιδιότητα ενός ονόματος ή γενικώς λέξεως να έχει ολοφάνερη σημασία β) χρηματική καταβολή με την κατάθεση μηνύσεως μσν. (το ουδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”